ζαλίγκα

ζαλίγκα
και ζαλίκα, η
1. φορτίο, συνήθως από ξύλα που μεταφέρεται στους ώμους ή στη ράχη
2. (ως επίρρ.) πάνω στους ώμους, καβάλα («τόν πήρε ζαλίγκα μέχρι το σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζαλιγκώνω — [ζαλίγκα] βλ. ζαλικώνω …   Dictionary of Greek

  • ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”